χαμευνάς — on the ground fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμευνάς — και χαμαιευνάς, άδος, ἡ, ΜΑ πόρνη, εταίρα («γυναῑκες χαμαιευνάδες, ὧν ὁ βίος οὐκ εὐπρεπής», Ευστ.) αρχ. 1. αυτή που κοιμάται καταγής 2. (με τη λ. εὐνή) στρώμα για ύπνο τοποθετημένο καταγής 3. φωλιά ζώου 4. συνεκδ. ζώο που έχει φωλιά στο έδαφος.… … Dictionary of Greek
χαμεύνας — χαμεύνᾱς , χάμευνα pallet bed fem acc pl χαμεύνᾱς , χάμευνα pallet bed fem gen sg (doric aeolic) χαμεύνᾱς , χαμεύνη a bed on the ground fem acc pl χαμεύνᾱς , χαμεύνη a bed on the ground fem gen sg (doric aeolic) χαμεύνᾱς , χαμεύνη a bed on… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμευνάδας — χαμευνάς on the ground fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμευνάδες — χαμευνάς on the ground fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμευνάδι — χαμευνάς on the ground fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμευνάδος — χαμευνάς on the ground fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek
φυλλόστρωτος — ον και φυλλοστρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, τὸ, Α στρωμένος, σκεπασμένος με φύλλα (α. «χαμεύνας φυλλοστρώτους», Ευρ. β. «φυλλοστρῶτι πέδῳ», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + στρωτος (< στρωτός < στόρνυμι), πρβλ. λιθό στρωτος, πορφυρό στρωτος] … Dictionary of Greek
χαμαιευνάς — άδος, ἡ, ΜΑ βλ. χαμευνάς … Dictionary of Greek